συμπληγάς

συμπληγάς
-άδος, ἡ, Α
βλ. Συμπληγάδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπληγάς — striking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάδα — συμπληγάς striking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάδας — συμπληγάς striking fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάδες — συμπληγάς striking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάδι — συμπληγάς striking fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάδος — συμπληγάς striking fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάδων — συμπληγάς striking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάσι — συμπληγάς striking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπληγάσιν — συμπληγάς striking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”